- ὀφθαλμότεγκτος
- ὀφθαλμό-τεγκτος, ον,A welling from the eyes,
πλημμυρίς E.Alc.184
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλημμυρίς E.Alc.184
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφθαλμότεγκτος — ὀφθαλμότεγκτος, ον (Α) αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
ὀφθαλμοτέγκτωι — ὀφθαλμοτέγκτῳ , ὀφθαλμότεγκτος welling from the eyes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)